- χαριτολόγος
- -ο, Ν1. (για πρόσ.) αυτός που χαριτολογεί2. (με παθ. σημ.) αυτός που λέγεται με χάρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαριτολόγος — α, ο αυτός που λέγεται ή γίνεται με χάρη, ευφυολόγος, αστειολόγος: Ο καθηγητής αυτός είναι χαριτολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek
ευφυολόγος — ο 1. αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη λόγια, ευφυολογίες, ο χαριτολόγος 2. αυτός που λέει έξυπνα, επιτυχημένα αστεία. επίρρ... ευφυολόγως με ευφυολογίες, με πνευματώδη διάθεση, αστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυής + λόγος (< λέγω), πρβλ. γλωσσο… … Dictionary of Greek
φιλευτράπελος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα αστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὐτράπελος «αστείος, χαριτολόγος»] … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… … Dictionary of Greek
ευτράπελος — η, ο αστείος, πνευματώδης, χαριτολόγος: Τα ευτράπελα της παρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)